- διπλαρώνω
- διπλάρωσα, διπλαρώθηκα, διπλαρωμένος, πλησιάζω υστερόβουλα, πλευρίζω: Με διπλάρωσε για να μου ζητήσει δανεικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διπλαρώνω — διπλαρώνω, διπλάρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διπλαρώνω — 1. παίρνω θέση στο πλάι, πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία 2. ναυτ. φέρνω το πλοίο στο πλάι άλλου πλοίου ή κρηπιδώματος, πλευρίζω 3. (για πλοίο) καθώς φυσά ο άνεμος γέρνω προς τη μία πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *διπλάρω + (κατάλ.) ώνω] … Dictionary of Greek
αδιπλάριστος — και αδιπλάρωτος, η, ο [διπλαρώνω] 1. (για πλοία κ.λπ.) αυτός που δεν διπλάρωσε, δεν πλεύρισε, ο απλεύριστος 2. αυτός που δεν τόν έχουν πλευρίσει για να τού αποσπάσουν κάτι … Dictionary of Greek
διπλάρωμα — το [διπλαρώνω] το να διπλαρώνει κανείς κάποιον … Dictionary of Greek
πλευρίζω — Ν [πλευρό] 1. (για πλοίο) δένω, αράζω στο πλευρό τής προκυμαίας ή άλλου πλοίου 2. πλησιάζω κάποιον για να επιτύχω προσωπικό κέρδος, διπλαρώνω … Dictionary of Greek
πλευρίζω — πλεύρισα 1. για πλεούμενα, αγκυροβολώ, πλησιάζω με την πλευρά παράλληλα στην προκυμαία ή πλάι σε άλλο πλοίο: Τη νύχτα πλεύρισε μια βάρκα στην ερημική ακτή και πήρε δυο άτομα. 2. για πρόσωπα, πλησιάζω κάποιον με τρόπο, διπλαρώνω: Τον πλεύρισε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)